βορῶ

βορῶ
βοράω
eat
pres imperat mp 2nd sg
βοράω
eat
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
βοράω
eat
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
βοράω
eat
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
βοράω
eat
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
βοράω
eat
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
βοράζω
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
βορός
gluttonous
masc/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταδημοβορώ — καταδημοβορῶ, έω (Α) καταναλίσκω («λαοῑσι δότω καταδημοβορῆσαι» ας τά δώσει για να τά καταναλώσει ο στρατός, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δημο βορώ «καταξοδεύω την περιουσία τού δήμου»] …   Dictionary of Greek

  • καταθυμοβορώ — καταθυμοβορῶ, έω (Α) κατατρώω την καρδιά, προκαλώ πολύ μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θυμο βορῶ «κατατρώγω την καρδιά» (< θυμο βόρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”